-
1 могила
могила ж о τάφος· братская \могила о κοινός τάφος' Могила Неизвестного солдата о Τάφος του Αγνώστου Στρατιώτη* * *жο τάφοςбра́тская моги́ла — ο κοινός τάφος
Моги́ла Неизве́стного Солда́та — ο Τάφος του Αγνώστου Στρατιώτη
-
2 братский
братский αδελφικός, αδελφός \братскийая дружба η αδελφική φιλία \братскийие страны οι αδελφές χώρες ◇ \братскийая могила о κοινός τάφος* * *αδελφικός, αδελφόςбра́тская дру́жба — η αδελφική φιλία
••бра́тская моги́ла — ο κοινός τάφος
-
3 могила
моги́л||аж ὁ τάφος, τό μνήμα:бра́т-ская \могила ὁ κοινός τάφος.
См. также в других словарях:
κοινοτάφιο — το (Α κοινοτάφιον) τάφος όπου θάβουν πολλούς μαζί, κοινός τάφος, κοινό μνήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + τάφιον (< τάφος), πρβλ. κενο τάφιον, κηπο τάφιον] … Dictionary of Greek
κοινοταφής — κοινοταφής, ές (Α) επιγρ. (για θάλαμο) αυτός που χρησιμεύει ως κοινός τάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + ταφής (< τάφος), πρβλ. νεο ταφής] … Dictionary of Greek
όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… … Dictionary of Greek
Ελαφονήσι — Βραχονησίδα στο νοτιοδυτικό άκρο της Κρήτης. Απέχει από το ακρωτήριο Κριός περίπου 4 ναυτικά μίλια. Όμως μπορεί να φτάσει κανείς έως εκεί χωρίς πλωτό μέσο, γιατί η θάλασσα στην περιοχή αυτή έχει βάθος έως 1 μ. Στο νησί βρίσκεται ο κοινός τάφος… … Dictionary of Greek
κοινοτάφιο — το κοινός τάφος, πολυτάφιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek